-
1 συστάς
A standing together, τῶν ἀμπέλων συστάδες vines planted closely (not in exact rows, στοιχάδες), Arist.Pol. 1330b29; = εἰκῇ πεφυτευμένη, Hsch. s.v. ξυστάδες, cf. eund. s.v. παστάδες, Eust.1524.33;ξυστὰς ἡ ἀμπελόφυτος γῆ Poll.7.146
.2 συστάδες θαλάσσης, ὀμβρίων ὑδάτων, cisterns, reservoirs, Str.16.4.13,14.
См. также в других словарях:
συστάδα — η / συστάς, άδος, ΝΜΑ, και ξυστάς Α ομάδα από αντικείμενα, ιδίως δένδρα ή θάμνους, που στέκονται κοντά το ένα με το άλλο νεοελλ. το σύνολο τών δένδρων που φύονται σε μια δασική έκταση αρχ. 1. (κατά τον Πολυδ.) «ζυγὰς μὲν καὶ συστὰς ἡ ἀμπελόφυτος… … Dictionary of Greek